- ἐκτολυπεύω
- ἐκτολῠπεύω,A wind off a ball of wool: metaph., bring to an end,
χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας Hes.Sc.44
;οὐδὲν . . καίριον ἐκτολυπεύς ειν A.Ag.1032
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας Hes.Sc.44
;οὐδὲν . . καίριον ἐκτολυπεύς ειν A.Ag.1032
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκτολυπεύω — ἐκτολυπεύω (Α) 1. ξετυλίγω ένα κουβάρι μαλλιού ώς το τέλος 2. μτφ. εκτελώ, αποτελειώνω, φέρω εις πέρας (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», Ησίοδ. β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». Αισχ.) … Dictionary of Greek
ἐκτολυπευθῇ — ἐκτολυπεύω wind off aor subj pass 3rd sg ἐκτολυπεύω wind off aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτολυπεῦσαι — ἐκτολυπεύω wind off aor inf act ἐκτολυπεύω wind off aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτολυπεύσειν — ἐκτολυπεύω wind off fut inf act (attic epic) ἐκτολυπεύω wind off fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτολυπεύσας — ἐκτολυπεύσᾱς , ἐκτολυπεύω wind off aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐκτολυπεύσᾱς , ἐκτολυπεύω wind off aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)